- περιλεγνής
- -ές, Α(κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδειςποικίλας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλεγνές — περιλεγνής with a variegated border masc/fem voc sg περιλεγνής with a variegated border neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)